ροδίζω

ροδίζω
ῥοδίζω ΝΜΑ [ῥόδον]
1. παίρνω ή έχω το χρώμα τού ρόδου, είμαι ή γίνομαι τριανταφυλλής (α. «ο ουρανός ροδίζει» β. ερόδισε η Ανατολή» γ. «ἐπέδειξε τὸν ροδίζοντα λωτόν», Αθήν.)
2. δίνω σε κάποιον ή σε κάτι το χρώμα τού ρόδου
νεοελλ.
(για εδέσματα) παίρνω πιο σκούρο χρώμα, κοκκινίζω, αρχίζω να ψήνομαι («ρόδισε η πίτα»)
αρχ.
1. μοιάζω με ρόδο ως προς την οσμή («ῥοδίζω τῇ ὀσμῇ», Διοσκ.)
2. καθιστώ, κάνω κάτι να ευωδιάσει με άρωμα ρόδων («ῥοδίζειν τὸ δέρμα», Αλέξ. Αφρ.)
3. στολίζω τάφο με ρόδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ροδίζω — ροδίζω, ρόδισα, ροδισμένος βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ροδίζω — ισα, παίρνω ή έχω το χρώμα του τριαντάφυλλου, κοκκινίζω: Άρχισε να ροδίζει (το πρωί, λίγο πριν ανατείλει ο ήλιος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥοδίζει — ῥοδίζω to be like the rose pres ind mp 2nd sg ῥοδίζω to be like the rose pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοδίζον — ῥοδίζω to be like the rose pres part act masc voc sg ῥοδίζω to be like the rose pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοδίζοντα — ῥοδίζω to be like the rose pres part act neut nom/voc/acc pl ῥοδίζω to be like the rose pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοδίζουσι — ῥοδίζω to be like the rose pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ῥοδίζω to be like the rose pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοδίσαι — ῥοδίζω to be like the rose aor inf act ῥοδίσαῑ , ῥοδίζω to be like the rose aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοδιζούσης — ῥοδίζω to be like the rose pres part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοδιῶν — ῥοδίζω to be like the rose fut part act masc nom sg (attic epic doric) ῥοδιή fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοδίζειν — ῥοδίζω to be like the rose pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”